Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απουσιολόγος
1 item total
απουσιολόγος ο [apusiolóγos] Ο18 θηλ. απουσιολόγος [apusiolóγos] Ο35 : ο μαθητής στον οποίο έχει ανατεθεί η καθημερινή καταγραφή των απουσιών στο απουσιολόγιο.

[λόγ. απουσί(α) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go