Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτύπωση
1 εγγραφή
αποτύπωση η [apotíposi] Ο33 : 1.η ενέργεια του αποτυπώνω. α. H ~ των σχημάτων της σφραγίδας στο κερί / στο χαρτί. || τοπογραφική απεικόνιση του εδάφους ή ακριβής σχεδίαση κτίσματος, υπό κλίμακα: ~ ιστορικών μνημείων / διατηρητέων κτιρίων. || σταμπάρισμα. β. (μτφ.): Στις δημοσκοπήσεις γίνεται ~ των τάσεων της κοινής γνώμης. 2. το αποτέλεσμα του αποτυπώνω, το αποτύπωμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀποτύπω(σις) `τύπωμα με σφραγίδα΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες