Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτυφλώνω
1 εγγραφή
αποτυφλώνω [apotiflóno] -ομαι Ρ1 : 1α.τυφλώνω κπ. εντελώς: Aπό παλιά είχε πρόβλημα με τα μάτια του μα τώρα αποτυφλώθηκε. β. για πολύ δυνατό, εκτυφλωτικό φως που θολώνει την όραση· στραβώνω. 2. (μτφ.) για έντονο συναίσθημα που εμποδίζει κπ. να κρίνει σωστά: Tον αποτύφλωσε το μίσος.

[μσν. αποτυφλώνω < αρχ. ἀποτυφλ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες