Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτρόπαιος -η -ο [apotrópeos] Ε5 : 1.για κτ. που προκαλεί τη φρίκη και την αποστροφή: Aποτρόπαια εγκλήματα. Aποτρόπαιες πράξεις. Tο θέαμα των διαμελισμένων πτωμάτων ήταν αποτρόπαιο. 2. (ως ουσ.) το αποτρόπαιο, αντικείμενο (είδος φυλαχτού) με παραστάσεις που πιστεύεται ότι αποτρέπουν το κακό.
αποτρόπαια ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 2: ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἀποτρόπαιος `που διώχνει το κακό΄· 1: σημδ. γαλλ. abominable]