Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτρελαίνω [apotreléno] -ομαι Ρ7.1 : 1.τρελαίνω κπ. εντελώς, επιδεινώνω την κατάσταση κάποιου που είναι τρελός ή πολύ ιδιότροπος ή ιδιόρρυθμος: Όταν είδε να καταστρέφεται όλη η περιουσία του, αποτρελάθηκε. Aυτός όσο γερνάει αποτρελαίνεται. 2. (μτφ.) εκνευρίζω κπ. υπερβολικά με την ενόχληση που του προκαλώ: Mας αποτρέλαναν αυτά τα παιδιά με τις φωνές και με τις γκρίνιες τους.
[απο- τρελαίνω]