Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποτοξίνωση η [apotoksínosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτοξινώνω. 1. απομάκρυνση, αποβολή των συσσωρευμένων τοξινών από έναν οργανισμό και ειδικότερα η ειδική θεραπεία στην οποία υποβάλλεται ένας τοξικομανής: Kάνει ~ σε ειδικό κέντρο για χρήστες σκληρών ναρκωτικών. Ένας αλκοολικός χρειάζεται ~. Tρώει μόνο φρούτα και λαχανικά για ~. 2. (μτφ., οικ.) απομάκρυνση από ένα περιβάλλον ή εγκατάλειψη συνηθειών που έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχολογική μου διάθεση: Όλοι χρειαζόμαστε μια ~· μια εκδρομή θα μας τονώσει.
[λόγ. απο- τοξίνω(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. detoxification]



