Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποτελείωμα το [apotelíoma] & αποτέλειωμα το [apoté
oma] Ο49 : η ενέργεια του αποτελειώνω. 1. ολοκλήρωση ενός έργου: Tο κέντημα θέλει ~. 2. ολοκληρωτικός αφανισμός, κατανίκηση: Tο ~ της αντοχής μας / των εχθρών μας. [λόγ. αποτελειω- (δες αποτελειώνω [lió] ) -μα· αποτελειώ(νω) [
ó] -μα]