Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποταμιευτικός
1 εγγραφή
αποταμιευτικός -ή -ό [apotamieftikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποταμίευση, που συντελεί στην αποταμίευση. || (βοτ.) αποταμιευτικές ουσίες, θρεπτικές ουσίες που αποθηκεύονται σε όργανα των φυτών.

[λόγ. αποταμιεύ(ω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες