Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσώνω [aposóno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ.) 1. αποτελειώνω κτ. που έχω αρχίσει: Δεν πρόφτασε ν΄ αποσώσει τα λόγια του
2. ξοδεύω ή καταναλώνω κτ. εντελώς: T΄ απόσωσα τα λεφτά / τα ξύλα.
[μσν. αποσώνω < αρχ. ἀποσῴζω `διατηρώ΄ κατά την εξέλ. σῴζω > σώνω και κατά τη σημ. του σώνω]