Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσυνθέτω [aposinθéto] -ομαι, αποσυντίθεμαι [aposindíθeme] Ρ (βλ. συνθέτω) μππ. και αποσυντεθειμένος* : 1α.προκαλώ την αλλοίωση κάποιας οργανικής ουσίας, που οδηγεί στη σήψη: Tα ψάρια / τα κρέατα έχουν αποσυντεθεί. || (χημ.) διασπώ ένα σύνθετο σώμα στα συστατικά του: Οι ηλεκτρολύτες μπορούν να αποσυντεθούν με τη βοήθεια του ηλεκτρικού ρεύματος. β. διαλύω μια σύνθετη κατασκευή: ~ μια μηχανή. 2. (μτφ.) διαλύω κτ. συγκροτημένο, καταστρέφω τη συνοχή και την ενότητά του.
[λόγ. απο- συνθέτω, συντίθεμαι μτφρδ. γαλλ. décomposer, se décomposer]