Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποσυμφόρηση η [aposimfórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσυμφορώ, απαλλαγή από τη συμφόρηση: H τροχαία θα λάβει μέτρα για την ~ του κέντρου της πόλης από τη μεγάλη κυκλοφορία. H ίδρυση περιφερειακών νοσοκομείων θα συμβάλει στην ~ των κεντρικών νοσηλευτικών μονάδων. Πρέπει να βγάλω τα ογκώδη έπιπλα, για να γίνει μια ~ στο δωμάτιο. || ~ των βρόγχων / της μύτης, απελευθέρωση από τις εκκρίσεις.
[λόγ. απο- συμφόρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. decongestion]