Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποστραγγίζω
1 item total
αποστραγγίζω [apostrangízo] -ομαι Ρ2.1 : απομακρύνω από πολύ υγρά εδάφη το νερό που πλεονάζει, με τα κατάλληλα τεχνικά έργα, κάνω αποστράγγιση: Aποστραγγίστηκαν χιλιάδες στρέμματα σε ελώδεις περιοχές.

[λαϊκό ενεργ. αποστραγγίζω `στραγγίζω τελείως΄ < ελνστ. ἀποστραγγίζομαι (μαρτυρείται στη σημ.: `σταματώ΄), λόγ. σημδ. γαλλ. égoutter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go