Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστομώνω
1 εγγραφή
αποστομώνω [apostomóno] -ομαι Ρ1 : με τα επιχειρήματά μου ή με τις εύστοχες παρατηρήσεις μου φέρνω κπ. στη δύσκολη θέση να μην μπορεί να απαντήσει, να υποστηρίξει την άποψή του με αντεπιχειρήματα: Παρουσίασα αποδεικτικά στοιχεία και αποστόμωσα τους επικριτές μου.

[μσν. αποστομώνω < ελνστ. ἀποστομ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες