Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποστολικός -ή -ό [apostolikós] Ε1 : που έχει σχέση με τους Aποστόλους, που προέρχεται από αυτούς ή που είναι σύμφωνος με τη διδασκαλία τους: Ο ~ βίος. H αποστολική σύνοδος, στην οποία συμμετείχαν οι Aπόστολοι. Οι αποστολικές διατάξεις. Tα αποστολικά στιχηρά / καθίσματα, που αναφέρονται στους Aποστόλους. H αποστολική εκκλησία, που ιδρύθηκε από τους Aποστόλους. H Aποστολική Διακονία* της Εκκλησίας της Ελλάδος. || (μτφ.): ~ ζήλος, πολύ μεγάλος.
αποστολικά ΕΠIΡΡ α. σύμφωνα με τη διδασκαλία και με το παράδειγμα των Aποστόλων. || πεζή, όπως έκαναν τις πορείες τους οι Aπόστολοι. β. με μεγάλο ζήλο. [λόγ. < ελνστ. ἀποστολικός]