Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκορακίζω
1 εγγραφή
αποσκορακίζω [aposkorakízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) απορρίπτω και καταργώ κτ. ως τελείως απαράδεκτο, το εξοβελίζω.

[λόγ. < ελνστ. ἀποσκορακίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες