Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποσιώπηση
1 item total
αποσιώπηση η [aposiópisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσιωπώ, το να αποφεύγει κάποιος να αναφέρει ή να αποκαλύψει κτ.: H ~ του γεγονότος δημιούργησε ερωτηματικά και υποψίες.

[λόγ. < αρχ. ἀποσιώπη(σις) `το να μη μιλάει κάποιος΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go