Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απορροή
1 item total
απορροή η [aporoí] Ο29 : α.(λόγ.) ροή προς τα έξω· εκροήα. ANT εισροή. β. (γεωλ.) η κίνηση του νερού πάνω στην επιφάνεια της γης από υψηλότερα προς χαμηλότερα σημεία εξαιτίας της βαρύτητας: H ~ των υδάτων. Λεκάνη απορροής, τοπογραφικός σχηματισμός από όπου τα υπόγεια ή τα επιφανειακά νερά διοχετεύονται σε ποταμό ή σε χείμαρρο.

[λόγ.: α: αρχ. ἀπορροή· β: σημδ. γαλλ. écoulement]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go