Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποπληρωμή
1 item total
αποπληρωμή η [apopliromí] Ο29 : η εξόφληση οφειλόμενου χρέους: Πληρώνει δόσεις μέχρι την ~ του χρέους.

[λόγ. αποπληρώ(νω) -μή κατά το σχ.: πληρώνω - πληρωμή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go