Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποπληθωρισμός ο [apopliθorizmós] Ο17 : (οικον.) η καταπολέμηση του πληθωρισμού με μέτρα και πολιτικές που στοχεύουν στη μείωση ή στην εξαφάνισή του και στην άρση των δυσμενών συνεπειών του σε μια οικονομία: H νέα νομισματική πολιτική σκοπεύει στον αποπληθωρισμό της οικονομίας.
[λόγ. απο- πληθωρισμός μτφρδ. γαλλ. déflation]



