Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποπαίδι το [apopéδi] Ο44α : (λαϊκότρ.) 1. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί. || (επέκτ.) για καθέναν που είναι παραμελημένος ή παραγκωνισμένος. 2. παιδί που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά.
[απο- παιδ(ί) -ι]