Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποπάτημα
1 item total
αποπάτημα το [apopátima] Ο49 : (παρωχ.) αυτό που προέρχεται από την αποπάτηση· σκατό, κόπρανο, περίττωμα.

[λόγ. < αρχ. ἀποπάτημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go