Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποξηραντικός
1 item total
αποξηραντικός -ή -ό [apoksirandikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποξήρανση2: Tα αποξηραντικά έργα απέδωσαν στην καλλιέργεια χιλιάδες στρέμματα εύφορου εδάφους.

[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go