Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποξηραντήριο
1 εγγραφή
αποξηραντήριο το [apoksirandírio] Ο40 : το όργανο και κυρίως ο τόπος στον οποίο γίνεται αποξήρανση1.

[λόγ. αποξηραν- (αποξηραίνω) -τήριον μτφρδ. γαλλ. sécherie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες