Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονέκρωση
1 εγγραφή
απονέκρωση η [aponékrosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απονεκρώνω, η νέκρωση.

[λόγ. < ελνστ. ἀπονέκρω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες