Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απονάρκωση
1 εγγραφή
απονάρκωση η [aponárkosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποναρκώνω.

[λόγ. < αρχ. ἀπονάρκω(σις) `έλλειψη αίσθησης΄ -ση & σημδ. γαλλ. engourdissement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες