Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απομυθοποίηση
1 εγγραφή
απομυθοποίηση η [apomiθopíisi] Ο33 : η ενέργεια του απομυθοποιώ: H επιστήμη συνέβαλε στην ~ πολλών μεταφυσικών φόβων και προκαταλήψεων. Zούμε στην εποχή της απομυθοποίησης των πάντων!

[λόγ. απομυθοποιη- (απομυθοποιώ) -σις > -ση μτφρδ. γερμ. Εntmythologisierung]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες