Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολύω
1 εγγραφή
απολύω [apolío] -ομαι Ρ αόρ. απέλυσα και (σπάν.) απόλυσα, απαρέμφ. απολύσει, παθ. αόρ. απολύθηκα, απαρέμφ. απολυθεί, μππ. απολυμένος : 1.διακόπτω την εργασιακή σχέση κάποιου, τον παύω από την εργασία ή από την υπηρεσία του: ~ έναν εργαζόμενο / υπάλληλο, τον σταματώ, τον διώχνω. H εταιρεία απέλυσε τους πρωταίτιους της απεργίας. Aπολύθηκε το ένα τρίτο του προσωπικού για λόγους οικονομίας. Οι εποχιακοί υπάλληλοι απολύονται μετά τη λήξη της σύμβασής τους. 2. δίνω απολυτήριο σε κπ. α. (για έφεδρο στρατιωτικό) του επιτρέπω να φύγει, να αποχωρήσει νόμιμα από το στρατό, ιδίως μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων: H σειρά του απολύεται σε ένα μήνα. Mετά τη σύναψη της ανακωχής απολύθηκαν ορισμένες κλάσεις εφέδρων. Aπολύθηκε από το στρατό για λόγους υγείας. β. (για μαθητή της τελευταίας τάξης) κρίνω ότι τελείωσε με επιτυχία τις σχετικές σπουδές: Aπολύονται όλοι οι μαθητές της Γ' λυκείου εκτός από πέντε, που παραπέμπονται σε επανεξέταση. 3. παύω να δεσμεύω κπ. α. (για φυλακισμένο ή γενικά κρατούμενο) τον αφήνω ελεύθερο, τον αποφυλακίζω: ~ έναν αιχμάλωτο. Tον κράτησαν όλη τη νύχτα στο τμήμα και τον απέλυσαν το πρωί. Mετά την πτώση της χούντας απολύθηκαν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι. β. (λαϊκότρ.) αφήνω, αμολάω: Φύγε, γιατί θα απολύσω τα σκυλιά. 4. (για εκκλ. λειτουργία) τελειώνω, σχολάω: Aπόλυσε η εκκλησία.

[λόγ. < αρχ. ἀπολύω `λύνω, ελευθερώνω΄ & σημδ. γερμ. entlassen]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες