Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολυμαντής
1 εγγραφή
απολυμαντής ο [apolimandís] Ο7 : υπάλληλος που κάνει απολυμάνσεις.

[λόγ. απολυμαν- (απολυμαίνω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες