Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απολογούμαι
1 εγγραφή
απολογούμαι [apoloγúme] Ρ10.9β : υπερασπίζω τον εαυτό μου με γραπτή ή προφορική ομιλία ή γενικά δίνω εξηγήσεις σχετικά με κατηγορία που με βαρύνει: Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να απολογηθεί. Οι κατηγορούμενοι ζήτησαν τριήμερη προθεσμία για να απολογηθούν. || (επέκτ.) δίνω λόγο, παρέχω εξηγήσεις σε κπ. για να δικαιολογήσω κτ. που έχω κάνει: Δε χρειάζεται να απολογείσαι γι΄ αυτά που είπες / που έκανες.

[λόγ. < αρχ. ἀπολογοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες