Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολεπίζω [apolepízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(λόγ.) αφαιρώ τα λέπια από ψάρια ή τη λεπτή φλούδα από καρπούς. 2. (ιατρ., συνήθ. παθ.) για δερματικές ασθένειες, όπου η επιδερμίδα του πάσχοντος ξεφλουδίζεται και πέφτει σιγά σιγά σε μικρά κομματάκια: Aπολεπίστηκε όλο του το σώμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀπολεπίζω `ξεφλουδίζω΄ (αρχ. ἀπολέπω)]