Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απολέπιση
1 item total
απολέπιση η [apolépisi] Ο33 : 1.(λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απολεπίζω1. 2. (ιατρ.) το ξεφλούδισμα και η πτώση του δέρματος σε διάφορες δερματικές ασθένειες. || Προϊόντα για ~ του σώματος.

[λόγ. απολεπι- (απολεπίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go