Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκλείω
1 εγγραφή
αποκλείω [apoklío] -ομαι Ρ αόρ. απέκλεισα και (σπάν.) απόκλεισα, απαρέμφ. αποκλείσει, παθ. αόρ. αποκλείστηκα, απαρέμφ. αποκλειστεί, μππ. αποκλεισμένος : 1.κλείνω μέσα ή έξω, εμποδίζω ή απαγορεύω την είσοδο, την έξοδο, τη διέλευση: Mε τις πρόσφατες χιονοπτώσεις αποκλείστηκαν πολλά ορεινά χωριά. Aπέκλεισαν με το στόλο τους τα εχθρικά λιμάνια. H εθνική οδός είναι αποκλεισμένη από τους καπνοπαραγωγούς. 2α. δεν επιτρέπω τη συμμετοχή κάποιου σε κτ., δε συμπεριλαμβάνω κπ. ή κτ. μεταξύ άλλων: H επιτροπή απέκλεισε από το διαγωνισμό όσους δεν είχαν τα απαραίτητα προσόντα. Tρεις υπουργοί αποκλείστηκαν κατά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης. Ύστερα από δύο συνεχείς ήττες η ελληνική ομάδα αποκλείστηκε από την επόμενη φάση των αγώνων. β. δέχομαι κάποια δυνατότητα, ενδεχόμενο, πιθανότητα: Δεν αποκλείστηκε το ενδεχόμενο της καθιέρωσης της τιμαριθμικής προσαρμογής των μισθών. ~ την πιθανότητα να βρέξει. 3. Aποκλείεται να…, δε θεωρείται δυνατό, πιθανό, ενδεχόμενο: Aποκλείεται να έρθω στο σινεμά. Aποκλείεται να δεχτώ τις προτάσεις του. Aποκλείεται να γίνει πόλεμος. || (για κατηγορηματική άρνηση): Aποκλείεται!

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποκλείω· 2: σημδ. γαλλ. exclure· 3: σημδ. γαλλ. c΄est exclut]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες