Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκάνω
1 εγγραφή
αποκάνω [apokáno] & αποκάμνω [apokámno] Ρ αόρ. απόκαμα και απόκανα, απαρέμφ. αποκάνει και αποκάμει, μππ. αποκαμωμένος : I.κουράζομαι, εξαντλούμαι από (την) κούραση: Aπόκανα να περπατάω τόσες ώρες στον καυτό ήλιο. Είναι αποκαμωμένος από την πολύωρη εργασία. Aπόκαμα να τους ρωτάω και να μην παίρνω απάντηση, σταμάτησα κουρασμένος και απαυδισμένος. II. (προφ.) α. τελειώνω κτ. εντελώς, αποτελειώνω. β. με διάφορες ενέργειες καταλήγω σε κάποιο αποτέλεσμα: Tι απόκαμες με την υπόθεση;

[I: μσν. αποκάνω < αρχ. ἀποκάμνω κατά το κάμνω > κάνω· II: κατά το απο-3 (πρβ. αρχ. σημ.: `σταματώ να κάνω΄)· αρχ. ἀποκάμνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες