Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδοχή
1 εγγραφή
αποδοχή η [apoδoxí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδέχομαι: ~ της πρόσκλησης / του διορισμού. H ~ της κληρονομιάς / των όρων της συμμαχίας. Σιωπηρή ~. ~ άνευ όρων.

[λόγ. < ελνστ. ἀποδοχή, αρχ. σημ.: `πάρσιμο πίσω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες