Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απογοήτευση
1 item total
απογοήτευση η [apoγoítefsi] Ο33 : 1.συναίσθημα αποτυχίας και παραίτησης, που προέρχεται από τη διάψευση των ελπίδων και των προσδοκιών: Δοκίμασε μεγάλη ~. Tον έπιασε ~. (έκφρ.) προς μεγάλη (του) ~. || η κατάσταση αυτού που έχει απογοητευτεί: Bρίσκομαι σε ~. || (επέκτ.) το γεγονός που προκάλεσε την απογοήτευση: Είχε πολλές ερωτικές απογοητεύσεις. 2. σε σχήμα μετωνυμίας για κπ. ή για κτ. που προκαλεί απογοήτευση: Σκέτη ~ ήταν το έργο.

[λόγ. απογοητεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go