Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απεσταλμένος
1 εγγραφή
απεσταλμένος ο [apestalménos] Ο18 θηλ. απεσταλμένη [apestalméni] Ο30 γεν. πληθ. απεσταλμένων : 1.αυτός που στέλνεται για τη διεκπε ραίωση μιας ειδικής αποστολής, συνήθ. ως ο εκπρόσωπος, ο αντιπρόσωπος κάποιου: Οι απεσταλμένοι του πάπα. Ο ~ του βασιλιά. || Έκτακτος ~, για διπλωματικό υπάλληλο. 2. δημοσιογράφος που στέλνεται κάπου για τη δημοσιογραφική κάλυψη ενός ορισμένου γεγονότος: Ο ~ της Ελληνικής Tηλεόρασης στις Bρυξέλλες για την κάλυψη της συνάντησης κορυφής.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεσταλμένος μππ. του αρχ. ἀποστέλλω και σημδ. γαλλ. envoyé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες