Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απεσταγμένος
1 item total
απεσταγμένος -η -ο [apestaγménos] Ε3 : που έχει υποστεί απόσταξη· αποσταγμένος: Aπεσταγμένο νερό.

[λόγ. μππ. του ρ. αποστάζω μτφρδ. γαλλ. distillé]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go