Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απαρχαιωμένος -η -ο [aparxeoménos] Ε3 : που έχει μείνει στο πνεύμα και στις απαιτήσεις πολύ παλαιότερων εποχών, που δεν έχει καθόλου εκσυγχρονιστεί, δεν έχει παρακολουθήσει τις νεότερες εξελίξεις και γι΄ αυτό θεωρείται ξεπερασμένος και κατά συνέπεια λανθασμένος: Aπαρχαιωμένη θεωρία / μέθοδος διδασκαλίας. Aπαρχαιωμένοι θεσμοί. Έχει απαρχαιωμένες αντιλήψεις / ιδέες. || Aπαρχαιωμένες φράσεις και εκφράσεις της νεοελληνικής γλώσσας, που προέρχονται από τα αρχαία ελληνικά.
[λόγ. < αρχ. ἀπηρχαιωμένος μππ. του ἀπαρχαιοῦμαι με προσαρμ. στη δημοτ. κατά τον ενεστ. του ρ.]