Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απέταλος -η -ο [apétalos] Ε5 : για άνθη που δεν έχουν πέταλα. || (ως ουσ.) τα απέταλα, κατηγορία αγγειόσπερμων φυτών.
[λόγ. < γαλλ. apétale < a- = α- 1 + αρχ. πέταλ(ον) -ος]



