Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανυψώνω [anipsóno] -ομαι Ρ1 : 1.σηκώνω κτ. ψηλά· υψώνω: Aνύψωσε τα χέρια του ικετευτικά. Ο γερανός ανυψώνει φορτία. Tο αερόστατο ανυψώθηκε στον αέρα. Ένα τμήμα του δαπέδου είναι ανυψωμένο, είναι σε ψηλότερο επίπεδο. 2. (μτφ.) βελτιώνω την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος ή κτ., τον ανεβάζω σε ένα υψηλότερο επίπεδο: H τέχνη ανυψώνει τον άνθρωπο, εξυψώνει.
[λόγ. < ελνστ. ἀνυψ(ῶ) -ώνω]



