Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντιστοιχίζω
1 item total
αντιστοιχίζω [andistixízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.τοποθετώ κτ. έτσι ώστε να βρίσκεται σε αντιστοιχία με κτ. άλλο. 2. συσχετίζω, παραλληλίζω κτ. προς κτ. άλλο.

[λόγ. αντιστοιχ(ία) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go