Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντικριστής
1 item total
αντικριστής ο [andikristís] Ο7 : (οικον.) βοηθός του χρηματιστή.

[λόγ. αντικρισ- (αντικρίζω) -τής κατά τη σημ. του αντίκρισμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go