Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντικλεπτικός
1 item total
αντικλεπτικός -ή -ό [andikleptikós] Ε1 : που έχει ως σκοπό την καταπολέμηση και ιδίως την αποφυγή της κλοπής: Aντικλεπτικά μηχανήματα / συστήματα.

[λόγ. αντι- + κλέπτ(ης) (δες στο κλέφτης 1) -ικός μτφρδ. γαλλ. antivol (anti- = αντι-)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go