Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντιδραστικότητα
1 item total
αντιδραστικότητα η [andiδrastikótita] Ο28 : α.η ιδιότητα του αντιδραστικούα: H ~ ενός νόμου / μιας πράξεως. β. η ιδιότητα ή ικανότητα κάποιου να αντιδρά: H ~ του ζωντανού οργανισμού στα εξωτερικά ερεθίσματα.

[λόγ. αντιδραστικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go