Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανταποδίδω [andapoδíδο] Ρ (βλ. αποδίδω) : (συνήθ. με αφηρ. ουσ. που σημαίνει ενέργεια) κάνω σε κπ. κτ. ανάλογο, αντίστοιχο ή ίδιο προς ό,τι μου έκανε: ~ τις φιλοφρονήσεις / την επίσκεψη / το καλό / το κακό / τις κατηγορίες. ~ το χαιρετισμό, αντιχαιρετώ. ΦΡ ~ σε κπ. τα ίσα, κάνω σε κπ. ό,τι (κακό) μου έκανε· ΣYN ΦΡ πληρώνω κπ. με το ίδιο νόμισμα.
[λόγ. < αρχ. ἀνταποδίδωμι μεταπλ. για προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δίδωμι > δίδω]



