Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αντίχειρας ο [andíxiras] Ο5 : (ανατ.) το πρώτο (από την πλευρά της κερκίδας) και παχύτερο δάχτυλο του χεριού, που αποτελείται από δύο μόνο φάλαγγες· το μεγάλο δάχτυλο, ο μέγας.
[λόγ. < ελνστ. ἀντίχειρ, αιτ. -ειρα]



