Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αντέτι
1 item total
αντέτι το [adéti] Ο44α : (λαϊκότρ.) συνήθεια, έθιμο. (έκφρ.) το ΄χω ~, το συνηθίζω. κάνω το ~ μου, κάνω ό,τι θέλω· ΣYN έκφρ. κάνω το δικό μου.

[τουρκ. âdet (από τα αραβ.) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go