Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεπιθύμητος
1 εγγραφή
ανεπιθύμητος -η -ο [anepiθímitos] Ε5 : που προκαλεί δυσαρέσκεια: Aνεπιθύμητες επισκέψεις. Aνεπιθύμητη συνάντηση. || (ειδικότ., για αλλοδαπό) που η παραμονή του σε μια χώρα δεν είναι ανεκτή: H κυβέρνηση απέλασε τον ανεπιθύμητο πρόξενο. || Aνεπιθύμητες παρενέργειες, για φάρμακο.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιθύμητος `που δεν επιθυμεί΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες