Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ανεπιθύμητος -η -ο [anepiθímitos] Ε5 : που προκαλεί δυσαρέσκεια: Aνεπιθύμητες επισκέψεις. Aνεπιθύμητη συνάντηση. || (ειδικότ., για αλλοδαπό) που η παραμονή του σε μια χώρα δεν είναι ανεκτή: H κυβέρνηση απέλασε τον ανεπιθύμητο πρόξενο. || Aνεπιθύμητες παρενέργειες, για φάρμακο.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπιθύμητος `που δεν επιθυμεί΄]