Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμόμυλος
1 εγγραφή
ανεμόμυλος ο [anemómilos] Ο20 : α.μύλος που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου. β. (μτφ., για πρόσ.) αυτός που εύκολα αλλάζει γνώμη και συμφωνεί με τις απόψεις που κάθε φορά επικρατούν· (πρβ. ανεμοδούρα, παλάντζα).

[μσν. ανεμόμυλος < ανεμο-1 + μύλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες