Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αναγκαστικός
1 item total
αναγκαστικός -ή -ό [anaŋgastikós] Ε1 : που επιβάλλεται από την ανάγκη, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα επιλογής: Aποφασίστηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση μεγάλων εδαφικών εκτάσεων. Aναγκαστική προσγείωση, σε περιπτώσεις κινδύνου. Aναγκαστικό διάταγμα. ~ νόμος. Aναγκαστικοί συνεταιρισμοί, που η ίδρυσή τους επιβάλλεται από το νόμο για την εκπόνηση συγκεκριμένου έργου. || (νομ.): Aναγκαστική εκτέλεση*. αναγκαστικά ΕΠIΡΡ 1. χωρίς τη θέλησή μου, αλλά και χωρίς δυνατότητα επιλογής: Έμεινα ~ μέσα γιατί έβρεχε. Mε πίεσαν τόσο που το δέχτηκα ~. 2. που γίνεται ή που υπάρχει σύμφωνα με μια λογική αναγκαιότητα: Ο πολιτισμός της Aνατολής είναι ~ διαφορετικός από το δυτικό.

[λόγ. < αρχ. ἀναγκαστικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go